πατρικός

πατρικός

πατρικός, väterlich (vgl. πάτριος u. πατρῷος); γῆ, Eur. Ion 1304; φίλος, Ar. Av. 142; Plat. Lach. 180 e; ἑταῖρος, Men. 92 d u. A.; so ξένος, Andoc. 2, 11; ἐχϑρός, Isocr. 4, 184; αἱ πατρικαὶ φιλίαι καὶ ξενίαι, Pol. 33, 16, 2; βασιλεῖαι, Thuc. 1, 13, wie Isocr. 9, 35; ἔχϑρα, Dem. 25, 32; λόγος, des Vaters, Plat. Soph. 242 a; ἀσέλγεια, Pol. 21, 5, 7; νόμοι, Cratin. bei Ath. XV, 667 d. – Adv. πατρικῶς; Arist. pol. 5, 11; καὶ πρᾴως, Plut. Dion. 39.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πατρικός — derived from one s fathers masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατρικός — ή, ό / πατρικός, ή, όν, ΝΜΑ, αιολ. τ. πάτριχος Α [πατήρ, πατρός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πατέρα (α. «πατρικό φίλτρο» β. «πατρική πρόσταξις», Αριστοτ.) 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους πατέρες, στους προγόνους, προγονικός,… …   Dictionary of Greek

  • πατρικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πατέρα: Πατρικό όνομα. 2. αυτός που προέρχεται από τον πατέρα: Πατρική κληρονομιά, ευχή κτλ. 3. στοργικός: Πατρικό ενδιαφέρον …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πατρικά — πατρικός derived from one s fathers neut nom/voc/acc pl πατρικά̱ , πατρικός derived from one s fathers fem nom/voc/acc dual πατρικά̱ , πατρικός derived from one s fathers fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατρικῶν — πατρικός derived from one s fathers fem gen pl πατρικός derived from one s fathers masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατρικόν — πατρικός derived from one s fathers masc acc sg πατρικός derived from one s fathers neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατρικώτατον — πατρικός derived from one s fathers masc acc superl sg πατρικός derived from one s fathers neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατρικαῖς — πατρικός derived from one s fathers fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατρικαί — πατρικός derived from one s fathers fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατρικοῖς — πατρικός derived from one s fathers masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατρικοῖσι — πατρικός derived from one s fathers masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”