- ἀστερό-πυρσος
ἀστερό-πυρσος, ὁ, Sternfackel, Funkelstern, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀστερό-πυρσος, ὁ, Sternfackel, Funkelstern, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυρσοφεγγής — ές, Μ αυτός που καίγεται με φλόγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρσός (Ι) + φεγγής (< φέγγος), πρβλ. αστερο φεγγής] … Dictionary of Greek