ἀ-σπούδαστος

ἀ-σπούδαστος

ἀ-σπούδαστος, nicht mit Eifer betrieben, was des Eifers nicht werth ist, schlecht, ἀσπούδαστα σπεύδειν Eur. I. T. 202 u. A.; τὸ ἀσπ. περὶ τὴν ἀρχήν, das Nichtbewerben, D. Hal. 5, 72.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σπουδαστός — ή, όν, Α [σπουδάζω] αυτός με τον οποίο αξίζει να ασχοληθεί πρόθυμα και μεθοδικά κάποιος …   Dictionary of Greek

  • σπουδαστόν — σπουδαστός that deserves to be sought masc acc sg σπουδαστός that deserves to be sought neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπουδαστά — σπουδαστά̱ , σπουδαστής one who wishes well to another masc nom/voc/acc dual σπουδαστής one who wishes well to another masc voc sg σπουδαστής one who wishes well to another masc nom sg (epic) σπουδαστός that deserves to be sought neut nom/voc/acc …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοσπούδαστος — ον, Α αυτός με τον οποίο ασχολείται κανείς με ευχαρίστηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + σπουδαστός (< σπουδάζω), πρβλ. ἀξιο σπούδαστος] …   Dictionary of Greek

  • σπουδαστῶν — σπουδαστής one who wishes well to another masc gen pl σπουδαστός that deserves to be sought fem gen pl σπουδαστός that deserves to be sought masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυσπούδαστος — ον, ΜΑ πολύ δραστήριος ή πολύ πρόθυμος, πολυσπερχής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σπουδάζω (πρβλ. περι σπούδαστος)] …   Dictionary of Greek

  • σπουδαστικός — ή, ό / σπουδαστικός, ή, όν, ΝΑ [σπουδαστός] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις σπουδές ή στους σπουδαστές 2. το ουδ. ως ουσ. «το σπουδαστικό» (στο παρελθόν) ειδική υπηρεσία τής ασφάλειας που είχε ως κύρια αποστολή της την παρακολούθηση …   Dictionary of Greek

  • σπουδασταῖς — σπουδαστής one who wishes well to another masc dat pl σπουδαστός that deserves to be sought fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπουδασταί — σπουδαστής one who wishes well to another masc nom/voc pl σπουδαστός that deserves to be sought fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπουδαστοῦ — σπουδαστής one who wishes well to another masc gen sg σπουδαστός that deserves to be sought masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπουδαστάς — σπουδαστά̱ς , σπουδαστής one who wishes well to another masc acc pl σπουδαστά̱ς , σπουδαστής one who wishes well to another masc nom sg (epic doric aeolic) σπουδαστά̱ς , σπουδαστός that deserves to be sought fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”