πατρυιός

πατρυιός

πατρυιός, , auch πατρυός, Stiefvater, Sp., VLL.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πατρυιός — stepfather masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατρυιός — ὁ, ΝΜΑ βλ. πατριός …   Dictionary of Greek

  • πατριός — και πατρυιός, ο / πατρυιός και πατρυός, ΝΜΑ ο σύζυγος τής μητέρας σε σχέση με τα παιδιά της από προηγούμενο γάμο, ο μητριός («πατρυιὸν και μητρυιὸν οἱ παλαιοί φασιν τὸν πατρῷον ἀρρενωνυμοῡντες τὴν μητρυιάν», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός,… …   Dictionary of Greek

  • πατρωός — ὁ, Α πατρυιός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πατρωός μαρτυρείται από την ελληνιστική εποχή και, κατά μία άποψη, έχει σχηματιστεί κατά το μητρυιά (πρβλ. πατρυιός) με επίδραση τών κατάλ. τών μτχ. παρακμ. ώς, υῖα, ός. Είναι, όμως, εξίσου πιθανό η λ. να πλάστηκε… …   Dictionary of Greek

  • отьчимъ — ОТЬЧИМ|Ъ (5*), А с. Отчим: ѡтчимъ съ падъщерицею… вѣдѣнiѥмь смѣшающесѧ. такѡвыи биѥмъ. и носа ѹрѣзаниѥ да прииметь. (πατρυιός) КР 1284, 328в; что поималъ бѹдеть. или истерѧлъ. то то ѥмѹ все платити дѣтѣмъ тѣмъ аче же и ѡтьцимъ прииметь дѣти. съ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • αδελφοπάτωρ — ( ορος), ο ο πατέρας ετεροθαλούς αδελφού, πατρυιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδελφός + πατήρ] …   Dictionary of Greek

  • δευτεροπατέρας — ο ο πατρυιός …   Dictionary of Greek

  • επιπάτωρ — ἐπιπάτωρ, ὁ (Α) πατρυιός, μητρυιός, δεύτερος ή τρίτος σύζυγος τής μητέρας σε σχέση με τα από προηγούμενο γάμο παιδιά της …   Dictionary of Greek

  • ՅՕՐԱՅ — (ի, ից.) NBH 2 0381 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 8c գ. πατρωός, πατρυιός vitricus. Հօրու. խորթ հայր. ... *Զօրութեամբ յօրայն հայր է. Փիլ. ՟ժ. բան.: *Եւ ե՛ւս չար աղմուկ այն, որ ʼի մէջ յօրային եւ խորթիցն կայցէ. Սեբեր. ՟Գ: *Զօտար… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • pǝtē (r) gen. pǝtr-es, -os —     pǝtē (r) gen. pǝtr es, os     English meaning: father     Deutsche Übersetzung: “Vater, Haupt der Großfamilie”     Material: O.Ind. pitár ; Av. pitar besides nom. pta, ta etc.; Arm. hair (*pǝtēr), gen. haur (*pǝtros); Gk. πατήρ, πατρός, in… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”