- ὀρνῑθο-θήρα
ὀρνῑθο-θήρα, ἡ, Vogeljagd, Vogelsang (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀρνῑθο-θήρα, ἡ, Vogeljagd, Vogelsang (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θυννοθήρας — θυννοθήρας, ὁ (Α) (ως τίτλος ενός μίμου τού Σώφρονος) αυτός που ψαρεύει τόν(ν)ους. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύννος + θηρας (< θήρα), πρβλ. θεσι θήρας, ορνιθο θήρας] … Dictionary of Greek
ιχθυοθήρας — ἰχθυοθήρας, ὁ (Α) αυτός που κυνηγά ψάρια, αλιέας, ψαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. λαγο θήρας, ορνιθο θήρας] … Dictionary of Greek
καλαμοθήρας — καλαμοθήρας, ὁ (Α) αυτός που ψαρεύει με καλάμι, με καλαμίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. ορνιθο θήρας, προικο θήρας] … Dictionary of Greek
λινοθήρας — λινοθήρας, ὁ (Α) αυτός που κυνηγά με λινά δίχτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. ορνιθο θήρας, χρυσο θήρας] … Dictionary of Greek
μετεωροθήρας — και μετεωρόθηρος, ὁ (Α) 1. (για το γεράκι) αυτός που θηρεύει ψηλά στον αέρα 2. μτφ. (για φιλοσόφους) αυτός που κυνηγά υψηλές ιδέες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετέωρος + θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. ορνιθο θήρας, χρυσο θήρας] … Dictionary of Greek
σωληνοθήρας — ὁ, Α αυτός που ψαρεύει μαλάκια σωλήνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σωλήν, ῆνος «είδος θαλάσσιου οστρακόδερμου» + θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. ορνιθο θήρας] … Dictionary of Greek
φυγαδοθήρας — ὁ, Α αυτός που καταδιώκει φυγάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυγάς, άδος + θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. ὀρνιθο θήρας] … Dictionary of Greek