- ὀρνῑθο-θηρία
ὀρνῑθο-θηρία, ἡ, = ὀρνιϑοϑήρα, Euteen. paraphr. Opp. p. 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀρνῑθο-θηρία, ἡ, = ὀρνιϑοϑήρα, Euteen. paraphr. Opp. p. 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θηριοτρόφος — ὁ (Α και ως επίθ. θηριοτρόφος, ον) το αρσ. ως ουσ. αυτός που διατηρεί θηριοτροφείο, που συντηρεί θηρία και τά εκγυμνάζει για θεαματικές επιδείξεις αρχ. ως επίθ. η χώρα ή ο τόπος όπου ζουν πολλά θηρία, θηριοβριθής, γεμάτος θηρία («[ἡ χώρα] εστίν… … Dictionary of Greek