ὀρέστερος

ὀρέστερος

ὀρέστερος, poet. = ὀρεινός (kein compar., wie Philoxen. beim E. M. es, von ὀρήεις, für ὀρηέστερος erklärt); Beiwort des Drachen, Il. 22, 93, der Wölfe u. der Löwen, Od. 10, 212; ὀρεστέρα παμβῶτι γᾶ, Soph. Phil. 391, Rhea; ὄρειος ϑήρ, Eur. Hec. 1058; λέων, Bacch. 1139; κάπροι, Or. 1460.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ορέστερος — ὀρέστερος, έρα, ον (Α) (ποιητ. τ.) (συν. για τους δράκοντες, τους λύκους και τους λέοντες) ορεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρεσ (βλ. λ. όρος [II]) + επίθημα τερος (πρβλ. ἀγρότερος < ἀγρός)] …   Dictionary of Greek

  • ὀρέστερος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρεστέρων — ὀρέστερος fem gen pl ὀρέστερος masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρέστερον — ὀρέστερος masc acc sg ὀρέστερος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρεστέροις — ὀρέστερος masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρεστέρου — ὀρέστερος masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρέστεροι — ὀρέστερος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρεστέρα — ὀρεστέρᾱ , ὀρέστερος fem nom/voc/acc dual ὀρεστέρᾱ , ὀρέστερος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όρος — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν …   Dictionary of Greek

  • ὀρεστέραν — ὀρεστέρᾱν , ὀρέστερος fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”