παρ-ῳδός

παρ-ῳδός

παρ-ῳδός, neben, außer dem Gesange, was nicht dazu paßt, ἀνακαλύψω γὰρ λόγους κοὐκέτι παρῳδοῖς χρησόμεσϑ' αἰνίγμασιν, Eur. I. A. 1147, od. worin man die Sache umschreibt. – Bes. ὁ παρ., ein Lied verändert singend, bes. ein Gedicht so nachahmend, daß man es ins Komische wendet, meist indem man der ernsten Form einen lächerlichen Inhalt unterlegt, parodirend.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • προωδός — η / προῳδός, ΝΑ νεοελλ. στροφή που χρησιμεύει ως προεισαγωγή σε άσμα αρχ. 1. μουσ. προοίμιο, προανάκρουσμα 2. βραχύς στίχος πριν από έναν ή περισσότερους μακρούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ῳδός (< ᾠδή), πρβλ. παρ ῳδός] …   Dictionary of Greek

  • παρωδός — όν, Α 1. αυτός που παραβαίνει τους κανόνες τού άσματος, που κάνει σκοτεινούς υπαινιγμούς («λόγους κοὐκέτι... παρῳδοῑς αἰνίγμασι», Ευρ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ παρῳδός α) ο ποιητής παρωδιών β) εκείνος που απαγγέλλει παρωδίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) *… …   Dictionary of Greek

  • CANTOR — I. CANTOR Graece Α᾿ιδὸς apud Homer. Od. γ. v. 265. Η῞δ᾿ ἤτοι το πρὶν μὲν ἀναίνετο ἔργον ἀεικὲς Δῖα Κλυταιμνήςτρη, φρεσὶ γὰρ κέχρητ᾿ ἀγαθῇτι, Παῤ γὰρ ἔην καὶ Αὀιδὸς ἀνὴρ, ᾧ πόλλ῾ ἐπέτελλεν Α᾿τρείδης, Τροὶηνδε κιὼν; εἴρυςθαι ἄκοιτιν, Α᾿λλ᾿ ὅτε δή… …   Hofmann J. Lexicon universale

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”