παρ-ῆλιξ

παρ-ῆλιξ

παρ-ῆλιξ, ὁ, ἡ, wie πάρηβος, abnehmend an Kraft; Plut. Alex. 32 u. öfter; παρήλικα παιδικά, Strat. 70 (XII, 228); Sp. haben den compar. παρηλικέστερος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ήλιξ — ἧλιξ, δωρ. τ. ἇλιξ, και αιολ. τ. ἆλιξ. ό, ἡ (Α) 1. αυτός που έχει την ίδια ηλικία με κάποιον άλλο, ο συνομήλικος 2. ως ουσ. σύντροφος, εταίρος 3. ίσος, όμοιος («ἐν ἅλικι χρόνῳ» σε ίσο χρόνο, Βακχυλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *σFālıξ. To F διατηρείται στον… …   Dictionary of Greek

  • ηλικία — (Νομ.). Σε αστική, σε διοικητική και σε ποινική ύλη, το δίκαιο αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στην η. ως προς τη γενικότερη δικαιοπρακτική ικανότητα, την ευθύνη ή τις ειδικότερες συνέπειες των πράξεων ή ενεργειών του προσώπου. Σύμφωνα με τον ελληνικό …   Dictionary of Greek

  • παρήλικος — και παρήλικας, θηλ. παρήλικη / παρῆλιξ, ικος, ΝΑ αυτός που έχει περάσει την ακμή τής ηλικίας του, τής νιότης του, και βρίσκεται σε προχωρημένη ηλικία, ο ηλικιωμένος αρχ. αυτός που έχει συμπληρώσει τα χρόνια υπηρεσίας του σέ μια θέση. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • έλικας — ο και έλικα, η (ΑΜ ἕλιξ, η Α και εἷλιξ, η) 1. σπειροειδής, κουλουριαστή γραμμή 2. κόσμημα σε σχήμα έλικα, βραχιόλι, δαχτυλίδι, σκουλαρίκι 3. το σχήμα με τις συστροφές τού όστρακου τού κοχλία 4. οι συστροφές τών εντέρων 5. νηματοειδές τμήμα τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”