ἀρδάνιον

ἀρδάνιον

ἀρδάνιον, τό, das Wassergefäß, Poll. 8, 66; B. A. p. 441: a) zum Tränken des Viehes, Eust. 707, 33. – b) zum Besprengen; ἐτίϑετο πρὸ τῆς ϑύρας τῶν τετελευτηκότων τοῖς εἰςιοῠσι καὶ ἐξιοῦσι, ἵνα περιῤῥαί. νωνται; es ist κεράμιον. Vgl. über den Gebrauch Eur. Alc. 99 ff.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἀρδάνιον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρδανίῳ — ἀρδάνιον neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρδάνια — ἀρδάνιον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηγαίος — α, ο / πηγαῑος, αία, ον, ΝΜΑ (για νερό) αυτός που ρέει ή αντλείται από πηγή (α. «πηγαῑα ὕδατα», Ιπποκρ. β. «πηγαῑον ἄχθος» αγγείο γεμάτο νερό από πηγή, Ευρ. γ. «πηγαῑον ῥέος», Αισχύλ.) νεοελλ. αυτός που μοιάζει σαν να προέρχεται απευθείας από… …   Dictionary of Greek

  • ραντισμός — Τελετουργική πράξη της οποίας οι ρίζες βρίσκονται στα προχριστιανικά θρησκεύματα. Πρόκειται για ρ. με αγιασμένο νερό, που αποβλέπει στην κάθαρση ή ευλογία προσώπων, οικημάτων, σκευών, πλοίων κλπ. Στην Ελλάδα ο ρ. του είδους γίνεται με ραντιστήρι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”