- ἀρδμός
ἀρδμός (ἄρδω), ὁ, Bewässerung, Tränke, Iliad. 18, 521 ἐν ποταμῷ, ὅϑι τ' ἀρδμὸς ἔην πάντεσσι βοτοῖσιν; Od. 13, 247 ἐν δ' ἀρδμοὶ ἐπηετανοὶ παρέασιν. Auch Sp. Ep., z. B. Ap. Rh. 4, 1247; Nonn. D. 26, 184.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀρδμός (ἄρδω), ὁ, Bewässerung, Tränke, Iliad. 18, 521 ἐν ποταμῷ, ὅϑι τ' ἀρδμὸς ἔην πάντεσσι βοτοῖσιν; Od. 13, 247 ἐν δ' ἀρδμοὶ ἐπηετανοὶ παρέασιν. Auch Sp. Ep., z. B. Ap. Rh. 4, 1247; Nonn. D. 26, 184.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αρδμός — ἀρδμός, ο (Α) [άρδω] 1. τρόποι, μέσα ποτίσματος 2. τόπος ποτίσματος, ποτίστρα … Dictionary of Greek
ἀρδμός — means of watering masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρδμοί — ἀρδμός means of watering masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρδμόν — ἀρδμός means of watering masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρδηθμός — ἀρδηθμός, ο (Α) άρδευση, πότισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του αρδμός] … Dictionary of Greek