ἀργήεις

ἀργήεις

ἀργήεις, εσσα, εν, glänzend, weißschimmernd, μαστός Pind. P. 4, 8 (s. ἀργᾶς); κεραυνός Luc. Tim. 1; ἔλαιον Nic. Al. 98, durchsichtig, wofür aber Th. 105 ἀργῆτος ἐλαίου steht; ἀργήεσσιν ἀέλλαις Orph. Arg. 125, wofür 685 ἀργῆσιν, erinnert an ἀργεστής. Vgl. Βορέαο ἀργῆντα κέλευϑα Opp. Cyn. 2. 140.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αργήεις — ἀργήεις, εσσα, εν και ἀργάεις και ἀργᾷς ( ᾱντος) (Α) 1. λευκός («ταῡρον ἀργᾱντα»(«ἐν ἀργάεντι μαστῷ», Πίνδ.) 2. αστραφτερός, στιλπνός («ἀρνῆντα χαλινό», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. αργή τού αργής*, τ. επιτεταμένος με το επίθημα Fεντ (πρβλ. δενδρήεις …   Dictionary of Greek

  • ἀργήεις — white masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργᾶντα — ἀργήεις white neut nom/voc/acc pl ἀργήεις white masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργήεντα — ἀργήεις white neut nom/voc/acc pl ἀργήεις white masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργᾶντας — ἀργήεις white masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργᾶντες — ἀργήεις white masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργήεντος — ἀργήεις white masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργήεσσα — ἀργήεις white fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργήεσσιν — ἀργήεις white masc/neut dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργάεντα — ἀργά̱εντα , ἀργήεις white neut nom/voc/acc pl (doric) ἀργά̱εντα , ἀργήεις white masc acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Аргентина — Аргентинская Республика República Argentina …   Википедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”