ὀργή

ὀργή

ὀργή, , die natürliche Anlage, das Naturell, auch der Thiere, Hes. O. 306; bes. Beschaffenheit der Seele, Gemüths-, Sinnesart, Charakter, H. h. Cer. 205; Theogn.; Her. vrbdt διεπειρᾶτο αὐτέων τῆς τε ἀνδραγαϑίης καὶ τῆς ὀργῆς καὶ παιδεύσιός τε καὶ τρόπου, 6, 128; bes. heftige Gemüthsbewegung, Leidenschaft, vgl. Ausleger zu 1, 73; Suid. erklärt, bei Thuc. stehe ὀργῇ für διανοίᾳ, τρόπῳ, was auf Stellen wie 1, 130 geht, δυςπρόςοδόν τε αὑτὸν παρεῖχε καὶ τῇ ὀργῇ οὕτω χαλεπῇ ἐχρῆτο ἐς πάντας ὁμοίως, ὥςτε μηδένα δύνασϑαι προςιέναι, vgl. ὁ πόλεμος πρὸς τὰ παρόντα τὰς ὀργὰς ὁμοιοῖ, 3, 82; – μείλιχος ὀργά, Pind. P. 9, 49; μεγαλήτορες ὀργαὶ Αἰακοῦ, I. 4, 38, öfter; auch ὀργαῖς ἀλωπέκων, P. 2, 77; ὀργῆς νοσούσης εἰσὶν ἰατροὶ λόγοι, Aesch. Prom. 378; ὀργῆς τραχύτητα, 80; σὲ δ' αὐτόγνωτος ὤλεσ' ὀργά, Soph. Ant. 367; εἰςιδών τις ἐμφερὴς ἐμοὶ ὀργήν ϑ' ὁμοῖος, Ai. 1132, vgl. ὃς οὐκέτι συντρόφοις ὀργαῖς ἔμπεδος, ἀλλ' ἐκτὸς ὁμιλεῖ, 626; κερτομίοις ὀργαῖς, Ant. 947; ὀργὰς πρέπει ϑεοὺς οὐχ ὁμοιοῦσϑαι βροτοῖς, Eur. Bacch. 1301; ἐπιφέρειν ὀργάς τινι, Einem sein Gemüth, seine Neigung zuwenden, Thuc. 8, 83, Schol. erkl. χαρίζεσϑαι u. führt aus Cratin. an τὴν μουσικὴν ἀκορέστους ἐπιφέρειν ὀργὰς βροτοῖς σώφροσι; – ἄνευ κακῆς ὀργῆς καὶ ἤϑους, Plat. Legg. X, 908 e; δι' ὀργὴν ἰδίαν, Menex. 242 d. – Bes. der Z orn; ἃς ἔχεις ὀργὰς ἄφες, Aesch. Prom. 315; δι' ὀργάν, Eum. 936; ὠμῇ ξὺν ὀργῇ, Suppl. 184; βαρεῖα, Soph. Phil. 368; ϑυμοῠ δι' ὀργῆς, O. R. 344; παίω δι' ὀργῆς, 807, vgl. εἰ δι' ὀργῆς ἧκον, 909; ἀνὴρ βέβηκεν ἐξ ὀργῆς ταχύς, Ant. 762; εἰς ὀργὴν πεσών, Eur. Or. 695, öfter; ὀργὴν χαλᾶν, ἔχειν τινί, Ar. Vesp. 727 Pax 642; καὶ μὴ πρὸς ὀργὴν σπλάγχνα ϑερμήνῃς κότῳ, Ran. 843; ὀργῇ χρεώμενος u. ὀργῇ allein, im Zorn, Her. 6, 85. 3, 35; οὐκ ἐποιήσατο ὀργὴν οὐδεμίην, 7, 105, wie ὀργὴν ποιεῖσϑαι, Zorn fassen, zornig sein, 3, 25; Folgde, wie Plat. Phaedr. 233 c, ὑπ ' ὀργῆς βίαιόν τι πράξαντες Phaed. 113 e, μετ' ὀργῆς λέγειν Legg. XI, 922 c, mit Zorn (vgl. Isocr. 2, 23); ὀργαί τε σύντονοι καὶ ϑ υμοὶ βαρεῖς, Tim. Locr. 102 e; πρὸς τὰς ὀργὰς ὀξύῤῥοποί εἰσι, Theaet. 144 a; καὶ ἐπιϑυμίαι, Rep. VI, 493 a; δι' ὀργῆς αἱ ἐπιχειρήσεις γίγνονται, in heftiger Aufwallung, Thuc. 2, 11, öfter; auch διὰ ὀργήν, aus Zorn, Arist. eth. 5, 11; ἐν ὀργῇ ποιεῖσϑαί τινα, Zorn auf Einen werfen, Dem. 1, 16; auch τἡν ὀργὴν φέρειν ἐπί τινα, Pol. 22, 14, 8; ὀργὴ τῆς προδοσίας εἶχε τοὺς Ἀϑηναίους, Plut. Them. 9; Arist. rhet. 2, 3 setzt die πρᾳότης entgegen. – Ion. soll ὀργή = πίσσα sein. Suid. – Die Verwandtschaft von ὀργή mit ὀργάω ist unverkennbar, es bedeutet eigentlich ein innerliches Schwellen, Regen, Trachten.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οργή — οργή, η και όργητα, η 1. σφοδρός ψυχικός ερεθισμός, ακράτητος θυμός για κάτι. 2. φρ., «Δίνω τόπο στην οργή», υποχωρώ, παραιτούμαι. «Θεού οργή», θεομηνία, καταστροφή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὀργή — natural impulse fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οργή — η (ΑΜ ὀργή) έντονη ψυχική διέγερση από κάτι δυσάρεστο ή προσβλητικό που εκδηλώνεται με βίαιη συμπεριφορά, η αγανάκτηση νεοελλ. φρ. α) «δίνω τόπο στην οργή» συγκρατώ τον θυμό μου και τα νεύρα μου, υποχωρώ β) «θεία οργή» ή «οργή θεού» μεγάλη… …   Dictionary of Greek

  • ὀργῇ — ὀργάω to be getting ready to bear pres subj mp 2nd sg (doric) ὀργάω to be getting ready to bear pres ind mp 2nd sg (doric) ὀργάω to be getting ready to bear pres subj act 3rd sg (doric) ὀργάω to be getting ready to bear pres ind act 3rd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀργὴ φιλούντων ὀλίγον ἰσχύει χρόνον. — ὀργὴ φιλούντων ὀλίγον ἰσχύει χρόνον. См. Милые бранятся, только тешатся …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ὀργῆ — Ὀργεύς masc nom/voc/acc dual Ὀργεύς masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀργῇ — Ὀργῆι , Ὀργεύς masc dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀργῆι — ὀργῇ , ὀργάω to be getting ready to bear pres subj mp 2nd sg (doric) ὀργῇ , ὀργάω to be getting ready to bear pres ind mp 2nd sg (doric) ὀργῇ , ὀργάω to be getting ready to bear pres subj act 3rd sg (doric) ὀργῇ , ὀργάω to be getting ready to… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀργαῖς — ὀργή natural impulse fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀργαί — ὀργή natural impulse fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀργήν — ὀργή natural impulse fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”