ὀρεί-χαλκος

ὀρεί-χαλκος

ὀρεί-χαλκος, , das lat. orichalcum oder aurichalcum, ein natürliches Erz u. daraus bereiteter Messing; H. h. 5, 9; Beinschienen sind daraus gemacht Hes. Sc. 122; τὸ γένος ἐκ τῆς γῆς ὀρυττόμενον ὀρειχάλκου, Plat. Critia. 114 e, vulg. ὀρείχαλκον; auch das künstlich gefertigte Messing, Sp. – Adjectivisch, von Messing, Suid.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • όρος — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν …   Dictionary of Greek

  • ορείχαλκος — Δυαδικό κράμα χαλκού και ψευδάργυρου με περιεκτικότητα σε ψευδάργυρο έως 50%. Ο βιομηχανικός ο. (περίπου 20 25% σε ψευδάργυρο) έχει χαρακτηριστικό κίτρινο χρώμα, είναι πολύ συμπαγής, λεπτόκοκκος και μπορεί να υποστεί επεξεργασία εν θερμώ και εν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”