- ἀργηστής
ἀργηστής, weiß, ἀφρός Aesch. Spt. 60; πτηνὸς ὄφις, vom Pfeil, Eum. 172; ἤϋτε κύκνος Theocr. 25, 131.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀργηστής, weiß, ἀφρός Aesch. Spt. 60; πτηνὸς ὄφις, vom Pfeil, Eum. 172; ἤϋτε κύκνος Theocr. 25, 131.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αργηστής — ἀργηστής, ο (Α) αστραφτερός, λαμπερός, λευκός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αργής, με επίθημα στής. Ο τ. ανήκει σε μια ομάδα παράγωγων λέξεων της μεθομηρικής Ιωνικής σε ηστής (πρβλ. τευχηστής, ερπηστής κ.ά.). Ενδεχόμενη επίδραση της λ. ωμηστής στον τ. είναι… … Dictionary of Greek
ἀργηστής — ἀργής bright masc nom sg ἀργηστής glancing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργηστάς — ἀργηστά̱ς , ἀργής bright masc acc pl ἀργηστά̱ς , ἀργής bright masc nom sg (epic doric aeolic) ἀργηστά̱ς , ἀργηστής glancing masc acc pl ἀργηστά̱ς , ἀργηστής glancing masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργησταί — ἀργής bright masc nom/voc pl ἀργηστής glancing masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργηστήν — ἀργής bright masc acc sg (attic epic ionic) ἀργηστής glancing masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)