- ἀρι-ζήλωτος
ἀρι-ζήλωτος, sehr beneidet, d. i. sehr glücklich, Ἀϑῆναι, Ar. Equ. 1326.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀρι-ζήλωτος, sehr beneidet, d. i. sehr glücklich, Ἀϑῆναι, Ar. Equ. 1326.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αριζήλωτος — ἀριζήλωτος, ον (AM) και ζήλητος (Μ) αξιοζήλευτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρι * + ζηλωτός < ζηλώ «ζηλεύω, φθονώ»] … Dictionary of Greek