- ὀρει-βάς
ὀρει-βάς, άδος, bergbeschreitend, für ὀρειβάτης, Conj. für ὀροβάδες od. ὀρυβάδες αἶγες bei Hesych., vgl. Lob. Phryn. 610.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀρει-βάς, άδος, bergbeschreitend, für ὀρειβάτης, Conj. für ὀροβάδες od. ὀρυβάδες αἶγες bei Hesych., vgl. Lob. Phryn. 610.
http://www.zeno.org/Pape-1880.