- ἀργι-κέραυνος
ἀργι-κέραυνος. Ζεύς, mit hellleuchtendem Blitze, vocat. ἀργικέραυνε Iliad. 19, 121. 20. 16. 22, 178; – Pind. Ol. 8, 3. S. ἀργής.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀργι-κέραυνος. Ζεύς, mit hellleuchtendem Blitze, vocat. ἀργικέραυνε Iliad. 19, 121. 20. 16. 22, 178; – Pind. Ol. 8, 3. S. ἀργής.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αργι- — με τη μορφή αργι εμφανίζεται ως α συνθετικό αρχαίων σύνθετων λέξεων το ομηρ. επίθετο αργός* (Ι), κυρίως με τη σημασία «στιλπνός, λαμπρός» (πρβλ. αργικέραυνος) αλλά και με τη σημασία «ταχύς, γρήγορος» (πρβλ. αργίπους). Εντύπωση στη σύνθεση… … Dictionary of Greek
ar(e)-ĝ- (arĝ-?), r̥ĝi- (*her-(e)-ĝ-) — ar(e) ĝ (arĝ ?), r̥ĝi (*her (e) ĝ ) English meaning: glittering, white, fast Deutsche Übersetzung: “glänzend, weißlich” Note: O.Ind. r̥ji pyá “ darting along “ epithet of the bird syená (“eagle, falcon”), Av. ǝrǝzi fya (cf. Gk … Proto-Indo-European etymological dictionary
αργικέραυνος — ἀργικέραυνος, ον (Α) (επίθετο του Δία) αυτός που ρίχνει κεραυνούς που αστράφτουν. [ΕΤΥΜΟΛ. < αργι * + κεραυνος < κεραυνός(πρβλ. εγχεικέραυνος, τερπικέραυνος κ.ά.)] … Dictionary of Greek
τέρπω — ΝΜΑ παρέχω τέρψη, δίνω ευχαρίστηση, προξενώ ηδονή, χαροποιώ, ευαρεστώ, διασκεδάζω (α. «τόν τέρπει να παίζει με τα παιδιά του» β. «ἡ ἀγγελίη... ἔτερψε... [αὐτούς]», Ηρόδ. γ. «τί τ ἄρα φθονέεις ἐρίηρον ἀοιδὸν τέρπειν», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. (στους επικ … Dictionary of Greek
πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… … Dictionary of Greek