- ὀρει-γενής
ὀρει-γενής, ές, in den Bergen geboren, aus den Bergen stammend, Nic. Ther. 875 u. a. sp. D.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀρει-γενής, ές, in den Bergen geboren, aus den Bergen stammend, Nic. Ther. 875 u. a. sp. D.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
όρος — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν … Dictionary of Greek
ορειγενής — ὀρειγενής, ές (Α) 1. αυτός που γεννήθηκε στα όρη («ὀρειγενέος κορίοιο», Νικ.) 2. ορεινός («ὀρειγενῆ σπήλαια», Μοσχί.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει (βλ. λ. όρος [II]) + γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. θαλασσο γενής] … Dictionary of Greek