- ὀργιασμός
ὀργιασμός, ὁ, das Feiern der Orgien; ἔνοχοι τοῖς Ὀρφικοῖς οὖσαι καὶ τοῖς περὶ τὸν Διόνυσον ὀργιασμοῖς, Plut. Alex. 2; καὶ μυήσεις, de superstit. 8; καὶ τελεταί, de defect. orac. 12; a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀργιασμός, ὁ, das Feiern der Orgien; ἔνοχοι τοῖς Ὀρφικοῖς οὖσαι καὶ τοῖς περὶ τὸν Διόνυσον ὀργιασμοῖς, Plut. Alex. 2; καὶ μυήσεις, de superstit. 8; καὶ τελεταί, de defect. orac. 12; a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οργιασμός — ὀργιασμός, ὁ (Α) [οργιάζω] 1. τελετή θρησκευτικών οργίων («οἱ περὶ τὸν Διόνυσον ὀργιασμοί», Άλεξ.) 2. μύηση σε κάτι … Dictionary of Greek
ὀργιασμοῖς — ὀργιασμός celebrating of masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀργιασμοί — ὀργιασμός celebrating of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀργιασμοῦ — ὀργιασμός celebrating of masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀργιασμούς — ὀργιασμός celebrating of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀργιασμῶν — ὀργιασμός celebrating of masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀργιασμῷ — ὀργιασμός celebrating of masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)