ὀργιαστής

ὀργιαστής

ὀργιαστής, , der Orgien Feiernde, όἱ τὰ μυστήρια ἐπιτελοῠντες, Tim. lex. Plat.; μυστηρίων ὀργιασταί, Plut. de def. orac. 12, öfter. – Uebertr., τῆς 'Ἀκαδημίας, der begeisterte Anhänger der Akademie, Plut. Symp. 8, 1.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οργιαστής — ο (Α όργιαστής, θηλ. ὀργιαοτίς, ίδος) [οργιάζω] νεοελλ. αυτός που κάνει όργια, που είναι έκδοτος στην ακολασία αρχ. αυτός που τελεί θρησκευτικά όργια («ὀργιαστὴς τῆς Ἴσιδος», Αππ.) …   Dictionary of Greek

  • ὀργιασταῖς — ὀργιαστής one who celebrates masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀργιασταί — ὀργιαστής one who celebrates masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀργιαστήν — ὀργιαστής one who celebrates masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀργιαστῶν — ὀργιαστής one who celebrates masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀργιαστάς — ὀργιαστά̱ς , ὀργιαστής one who celebrates masc acc pl ὀργιαστά̱ς , ὀργιαστής one who celebrates masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διονυσιαστής — ο (Α διονυσιαστής) [διονυσιάζω] αυτός που μετέχει στις διονυσιακές γιορτές νεοελλ. αυτός που αγαπά τις έντονες διασκεδάσεις, οργιαστής, βακχευτής, ξεφαντωτής αρχ. οἱ Διονυσιασταί λατρευτικοί θίασοι τού Διονύσου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”