- ἀρι-κύμων
ἀρι-κύμων, ον, oft schwanger, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀρι-κύμων, ον, oft schwanger, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αρικύμων — ἀρικύμων ( ονος), η (Α) (για γυναίκα) αυτή που συλλαμβάνει εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρι * + κύμων < κύμα < κυώ «είμαι έγκυος, συλλαμβάνω»] … Dictionary of Greek