- ἀριχάομαι
ἀριχάομαι, = ἀναῤῥιχάομαι, Arist. H. A. 9, 40 (624 u. 34), von den Bienen, ἀριχώμεναι πρὸς τὰ βρύα τοῖς ἔμπροσϑεν ποσί
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀριχάομαι, = ἀναῤῥιχάομαι, Arist. H. A. 9, 40 (624 u. 34), von den Bienen, ἀριχώμεναι πρὸς τὰ βρύα τοῖς ἔμπροσϑεν ποσί
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀριχῶμαι — ἀριχάομαι pres subj mp 1st sg (attic epic ionic) ἀριχάομαι pres ind mp 1st sg ἀριχάομαι pres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀριχώμεναι — ἀριχάομαι pres part mp fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)