ἀρι-φραδής

ἀρι-φραδής

ἀρι-φραδής, ές (φράζομαι), 1) sehr deutlich, σῆμα Iliad. 23, 326 Od. 11, 126. 21, 217. 23, 73. 273. 24. 329; ἐπεὶ ἤδη σήματ' ἀριφραδέα κατέλεξας εὐνῆς, v. l. ἀριφραδέως, Od. 23, 225; ὀστέα Πατρὁκλοιο λέγωμεν, εὖ διαγιγνώσκοντες. ἀριφραδέα δὲ τέτυκται· ἐν μέσσῃ γὰρ ἔκειτο πυρῇ Iliad. 23, 240, – 2) τοῖχοι, sehr erhellt, Theocr. 24, 39. – 3) ἀνήρ. Soph. Ant. 347, leicht erkennend, klug.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ηδυφραδής — ἡδυφραδής, ές (Μ) αυτός που μιλάει γλυκά, ο γλυκομίλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + φραδής (< φράζω ή < αμάρτυρο *φράδος), πρβλ. αρι φραδής, δολο φραδής] …   Dictionary of Greek

  • πολυφραδής — ές, Α 1. πολύ ευφραδής, πολύ εύγλωττος ή πολύ συνετός («Γαίης ἐννεσίῃσι πολυφραδέεσσι δολωθείς», Ησίοδ.) 2. αυτός για τον οποίο γίνεται πολύς λόγος, ξακουστός, ονομαστός, περίφημος («πολυφραδὲς ἔργον», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φραδής (< …   Dictionary of Greek

  • αριφραδής — ἀριφραδής ( οῡς), ές (Α) Ι. 1. ο ολοφάνερος, ο ευδιάκριτος 2. ο φωτεινός 3. ο πολύ συνετός, ο σοφός II. επίρρ. ἀριφραδέως σαφέστατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρι * + φραδής < φράζω «κάνω φανερό, δηλώνω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”