- ἀργυρ-ώνητος
ἀργυρ-ώνητος, für Geld gekauft, ὑφαί Aesch. Ag. 923; bes. ein erkaufter Sklav, ϑεράποντες Her. 4, 72; allein, Isocr. 4, 123; Eur. Alc. 676 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀργυρ-ώνητος, für Geld gekauft, ὑφαί Aesch. Ag. 923; bes. ein erkaufter Sklav, ϑεράποντες Her. 4, 72; allein, Isocr. 4, 123; Eur. Alc. 676 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαλκώνητος — ον, Α αυτός που έχει εξαγοραστεί με χάλκινα νομίσματα και, γενικά, με χρήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + ώνητος (< ὠνητός < ὠνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. ἀργυρ ώνητος] … Dictionary of Greek
νεώνητος — νεώνητος, ον (Α) (για δούλους) αυτός που αγοράστηκε πρόσφατα, νεοαγορασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + ώνητος (< ὠνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. αργυρ ώνητος] … Dictionary of Greek
πολυώνητος — ον, Α αυτός που έχει αγοραστεί ακριβά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ὠνητός (< ὠνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. αργυρ ώνητος] … Dictionary of Greek