ἀργυρικός

ἀργυρικός

ἀργυρικός, zum Silber od. Geld gehörig, ζημία ἀργυρική, Geldstrafe, D. Sic. 12, 21; Plut. Sol. 23.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αργυρικός — ἀργυρικός, ή, όν (Α) [αργύριον] ο χρηματικός («ἀργυρική ζημία» χρηματικό πρόστιμο) …   Dictionary of Greek

  • ἀργυρικά — ἀργυρικός of neut nom/voc/acc pl ἀργυρικά̱ , ἀργυρικός of fem nom/voc/acc dual ἀργυρικά̱ , ἀργυρικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργυρικῶν — ἀργυρικός of fem gen pl ἀργυρικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργυρικόν — ἀργυρικός of masc acc sg ἀργυρικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργυρικοί — ἀργυρικός of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργυρικούς — ἀργυρικός of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργυρικῆς — ἀργυρικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργυρικῇ — ἀργυρικός of fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργυρικήν — ἀργυρικός of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργυρικῷ — ἀργυρικός of masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειρίζομαι — ΝΜΑ, και ενεργ. τ. χειρίζω ΜΑ [χείρ, χειρός] (στη νεοελλ. μόνον το μέσ.) διαχειρίζομαι, διοικώ (α. «χειρίζεται τα οικονομικά θέματα τής εταιρείας» β. «χειρίζω ἀνάγνως τὰ ἅγια», Ισίδ. Πηλ. γ. «ἐδόκουν ἐνδεχομένως χειρίζειν τὰ κατὰ τὴν Σικελίαν»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”