- ἀργυρό-ηλος
ἀργυρό-ηλος, mit silbernen Nägeln od. Buckeln geziert, Hom. öfters ϑρόνος ἀργυρόηλος, ξίφος ἀργυρόηλον; φάσγανον ἀργυρόηλον Iliad. 14, 405. 23, 807.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀργυρό-ηλος, mit silbernen Nägeln od. Buckeln geziert, Hom. öfters ϑρόνος ἀργυρόηλος, ξίφος ἀργυρόηλον; φάσγανον ἀργυρόηλον Iliad. 14, 405. 23, 807.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ήλος — (I) (AM ἧλος Α και δωρ. τ. άλος) 1. μακρόστενο κυλινδρικό κομμάτι συνήθως από σκληρό μέταλλο, τού οποίου η μια άκρη καταλήγει σε αιχμή ενώ η άλλη είναι διαμορφωμένη σε σχήμα ημισφαιρικής ή κολουροκωνικής κεφαλής, ώστε να χρησιμοποιείται για τη… … Dictionary of Greek
μακρόηλος — μακρόηλος, ον (Μ) αυτός που έχει μακριά καρφιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + ἧλος «καρφί» (πρβλ. αργυρό ηλος)] … Dictionary of Greek
χρυσόηλος — ον, Μ καρφωμένος με χρυσούς ήλους, με χρυσά καρφιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ἧλος «καρφί» (πρβλ. ἀργυρό ηλος)] … Dictionary of Greek
ηλοκόπος — ἡλοκόπος, ὁ (Α), σιδηρουργός που κατασκευάζει καρφιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήλος «καρφί» + κοπος (< κόπος «κοπή»), πρβλ. αργυρο κόπος, ξυλο κόπος] … Dictionary of Greek