- ἀργυρό-φλεψ
ἀργυρό-φλεψ, νῆσος, mit Silberadern, Schol. Plat. p. 208.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀργυρό-φλεψ, νῆσος, mit Silberadern, Schol. Plat. p. 208.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελανόφλεψ — μελανόφλεψ, εβος, ό, ἡ (Α) αυτός που έχει μαύρες φλέβες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + φλέψ, φλεβός (πρβλ. αργυρό φλεψ)] … Dictionary of Greek