ἀργυρό-πεζα

ἀργυρό-πεζα

ἀργυρό-πεζα, , silberfüßig, d. i. mit schönen, weißen Füßen, Epitheton der Thetis bei Hom., accus. Θέτιν ἀργυρόπεζαν Versende Iliad. 16, 574, nomin. Θέτις ἀργυρόπεζα Versende Iliad. 9, 410. 16, 222. 18, 127. 146. 369. 381. 19, 28. 24, 89. 120, ἀργυρόπεζα Θέτις Versanfang Iliad. 1, 538. 556 Od. 24, 92; – Sp. D.; – Aphrodite Pind. P. 9, 9; Artemis Nonn. 34, 47.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φοινικόπεζα — ἡ, Α (ως προσωνυμία τής θεάς Δήμητρος) αυτή που έχει πόδια πορφυρού χρώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «πορφυρό χρώμα» + πεζα (< πέζα «πόδι»), πρβλ. ἀργυρό πεζα, κυανό πεζα] …   Dictionary of Greek

  • κρούπεζαι — κρούπεζαι, αἱ (Α) 1. ξύλινα υποδήματα που χρησιμοποιούνταν από τους Βοιωτούς για το πάτημα των ελιών 2. όμοια παπούτσια που φορούσαν στη σκηνή οι αυλητές και χτυπώντας τα κρατούσαν τον ρυθμό. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κρού πεζαι είναι σύνθετο «εκ συναρπαγής» …   Dictionary of Greek

  • πορφυρόπεζα — ἡ, Α αυτή που έχει πορφυρή ταινία στον ποδόγυρο τού φορέματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + πέζα «πόδι» (πρβλ. αργυρό πεζα)] …   Dictionary of Greek

  • χιονόπεζα — ἡ, ΜΑ αυτή που έχει χιονόλευκα πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + πέζα «πόδι» (πρβλ. ἀργυρό πεζα)] …   Dictionary of Greek

  • χρυσόπεζα — ἡ, Α αυτή που έχει χρυσά πόδια ή φορεί χρυσά σανδάλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + πέζα*, δωρ. τ. τής λ. πούς (πρβλ. ἀργυρό πεζα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”