ὀρεσί-κοιτος

ὀρεσί-κοιτος

ὀρεσί-κοιτος, auf den Bergen sein Lager habend, auf den Bergen wohnend, bei Hesych. Erkl. von ὀρεςκῷος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • όρος — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν …   Dictionary of Greek

  • τέλος — το, ΝΜΑ 1. η ολοκλήρωση, η τελείωση ενός πράγματος, το έσχατο όριο του στον χώρο και στον χρόνο, αποπεράτωση, πέρας (α. «το τέλος τού δρόμου» β. «το τέλος τής προσπάθειας» γ. «τέλος τής εβδομάδας» δ. «μὴ πρότερόν τι πάθῇς, πρὶν τέλος ἐπιθεῑναι… …   Dictionary of Greek

  • πετρόκοιτος — ον, Α αυτός που κοιμάται μέσα στις πέτρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + κοιτος (< κοίτη), πρβλ. ορεσί κοιτος] …   Dictionary of Greek

  • ορεσίκοιτος — ὀρεσίκοιτος, ον, αρσ. και ὀρεσικοίτης (Α) αυτός που κοιμάται στα όρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρεσι (βλ. λ. όρος [II]) + κοίτος / κοίτης (< κοίτη), πρβλ. πετρό κοιτος, υλη κοίτης] …   Dictionary of Greek

  • πεδοκοίτης — ὁ, Α (για φυτά ή για καρπούς) αυτός που κείται ή εκτείνεται πάνω στο έδαφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέδον «έδαφος» + κοίτης (< κοῖτος «κρεβάτι»), πρβλ. ορεσι κοίτης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”