- ὀρεσί-φοιτος
ὀρεσί-φοιτος, = ὀρείφοιτος, Phurnut. de nat. deor. c. 34.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀρεσί-φοιτος, = ὀρείφοιτος, Phurnut. de nat. deor. c. 34.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ορείφοιτος — ὀρείφοιτος και ὀρεσίφοιτος και οὐρεσίφοιτος ον (Α) αυτός που περπατεί, που συχνάζει στα όρη (α. «ὀρείφοιτοι ποιμένες», Βάβρ. β. «ὀρείφοιτα θηρία», Βάβρ. γ. «ὀρείφοιτοι Βάκχαι», Κορνούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει / ὀρεσι (βλ. λ. όρος [II]) + φοιτος… … Dictionary of Greek