ἀρεσκεία

ἀρεσκεία

ἀρεσκεία, , gefälliges, schmeichelndes Wesen, meist tadelnd, Gefallsucht, Kriecherei; vgl. Theophr. char. 5; Pol. 31, 26, 5; τοῠ βασιλέως, Gehorsam, 6, 2, 12; Selbstgefälligkeit, M. Anton. 5, 18.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἀρεσκείᾳ — ἀρεσκείᾱͅ , ἀρέσκεια obsequiousness fem dat sg (attic doric aeolic) ἀρεσκείᾱͅ , ἀρεσκεία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρέσκεια — obsequiousness fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρέσκεια — η (AM ἀρέσκεια) ευχαρίστηση, ικανοποίηση, προτίμηση αρχ. 1. το να προσπαθεί κάποιος να γίνει αρεστός με κάθε τρόπο, η δουλοπρέπεια 2. κάθε τι που κολακεύει ή ευχαριστεί κάποιον 3. (με καλή σημασία) η καλή, η αρμόζουσα, η ηθική συμπεριφορά 4. αἱ… …   Dictionary of Greek

  • ἀρεσκείας — ἀρεσκείᾱς , ἀρέσκεια obsequiousness fem acc pl ἀρεσκείᾱς , ἀρέσκεια obsequiousness fem gen sg (attic doric aeolic) ἀρεσκείᾱς , ἀρεσκεία fem acc pl ἀρεσκείᾱς , ἀρεσκεία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρεσκείαις — ἀρέσκεια obsequiousness fem dat pl ἀρεσκεία fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρεσκείαν — ἀρεσκείᾱν , ἀρεσκεία fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρέσκειαι — ἀρέσκεια obsequiousness fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρέσκειαν — ἀρέσκεια obsequiousness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψευδαρέσκεια — ἡ, Μ προσποιητή φιλοφροσύνη, κολακεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + αρέσκεια (< άρεσκος < ἀρέσκω), πρβλ. φιλ αρέσκεια] …   Dictionary of Greek

  • AMBITIO — apud Solin. c. 25. ubi de Britannia, Navig ant autem vimineis alveis, quos circumdant ambitione tergorum bubulorum: est ἡ περιβολὴ. Uti apud Tertullianum de Pallio, Cum latioris purpurae ambitro et Galatici ruboris superiectio Saturnum commendat …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άρεσκος — ἄρεσκος, ο, η (AM) 1. ευχάριστος στους τρόπους 2. αυτός που προσπαθεί να γίνει αρεστός με κάθε τρόπο, δουλοπρεπής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρέσκω. ΠΑΡ. αρέσκεια, αρεσκόντως αρχ. αρεσκεύομαι. ΣΥΝΘ. αυτάρεσκος αρχ. ανθρωπάρεσκος, ευάρεσκος, οχλοάρεσκος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”