παρ-ίσχω

παρ-ίσχω

παρ-ίσχω, Nebenform von παρέχω, bereit halten, Il. 4, 229, darbieten, 9, 639.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ίσχω — ἴσχω (Α) 1. εμποδίζω, περιορίζω, συγκρατώ, βαστώ («μηδὲν ἡμᾱς ἰσχέτω», Αριστοφ.) 2. (ενεργ. και μέσ.) κρατώ τον εαυτό μου, συγκρατούμαι, στέκομαι (α. «ἴσχε, μὴ φοβοῡ», Αισχύλ. β. «ἴσχεσθ Ἀργεῑοι, μὴ φεύγετε», Ομ. Οδ.) 3. απομακρύνομαι 4. παθ.… …   Dictionary of Greek

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

  • αμπέχω — ἀμπέχω και ἀμφέχω και ἀμπίσχω (Α) Ι. ενεργ. 1. περιβάλλω, περικλείω, σκεπάζω 2. προστατεύω «σμικρότητι ἤμπισχεν» (Πλάτ. Πρωτ.) 3. αγκαλιάζω 4. περιβάλλω κάποιον με ενδύματα, ντύνω μεσ. 1. περιβάλλομαι, ντύνομαι, φορώ 2. (το αρσενικό τής μετοχής… …   Dictionary of Greek

  • αντέχω — (AM ἀντέχω, Α κ. ἀντίσχω) 1. έχω αντοχή, διατηρώ δυνάμεις 2. αντιστέκομαι, δεν υποχωρώ, βαστώ 3. διατηρώ τις ιδιότητες μου, διατηρούμαι 4. έχω την απαραίτητη στερεότητα 5. υπομένω, υποφέρω με καρτερία νεοελλ. 1. μπορώ να αντεπεξέλθω σε κάτι 2. φρ …   Dictionary of Greek

  • ισχάδα — η (Α ἰσχάς) νεοελλ. ελαφριά άγκυρα που χρησιμοποιείται για την ίσχαση μεγάλης άγκυρας ή για πλαγιοδέτηση τού πλοίου, κν. πινέλι αρχ. η άγκυρα που κρατά το πλοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για παλαιότατο τ. μετοχής τού ρ. ἴσχω «συγκρατώ, εμποδίζω» …   Dictionary of Greek

  • παρίσχω — Α 1. ετοιμάζω, κρατάω έτοιμο, έχω κοντά 2. προσφέρω, δίνω, παρέχω κάτι 3. προνοώ, προβλέπω, προμηθεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἴσχω «κρατώ πίσω, εμποδίζω»] …   Dictionary of Greek

  • τιμή — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η ποσότητα χρήματος που δίνεται σε αντάλλαγμα αγαθών ή υπηρεσιών ή, πιο συγκεκριμένα, η αξία των αγαθών και των υπηρεσιών εκφραζόμενη σε χρήμα. Συχνά, αντί για τη λέξη τ., προτιμούν να χρησιμοποιούν, ειδικά στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”