- παρ-έοικα
παρ-έοικα, ich bin etwas ähnlich; Poll. 9, 130; Schol. Ar. Nubb. 178; dav. adv. παρεοικότως, Poll. 9, 131.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρ-έοικα, ich bin etwas ähnlich; Poll. 9, 130; Schol. Ar. Nubb. 178; dav. adv. παρεοικότως, Poll. 9, 131.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αεικής — ἀεικὴς και αττ. αἰκής, ές (Α) 1. ανάρμοστος, ακατάλληλος, υβριστικός, απρεπής 2. ευτελής, ασήμαντος, τιποτένιος 3. επιβλαβής, θανατηφόρος 4. (το ουδ. ως επίρρ.) ἀεικές ακατάλληλα, άπρεπα 5. φρ. «οὐδὲν ἀεικές έστι», δεν είναι καθόλου παράδοξο που… … Dictionary of Greek
εική — (Α εἰκῇ) επίρρ. νεοελλ. φρ. «εική και ως έτυχε» εντελώς στην τύχη, χωρίς φροντίδα και προσοχή αρχ. 1. χωρίς σχέδιο ή χωρίς σκοπό, τυχαία, επιπόλαια («εἰκῇ λέγεσθαι», «εἰκῇ πράττειν», «νήφων παρ εἰκῇ λέγοντας» διατηρώντας τη λογική του σκέψη… … Dictionary of Greek
εικόνα — (Μαθημ.). Αν A,B δύο σύνολα, F μία απεικόνιση από το Α στο Β, δηλαδή ένα μη κενό υποσύνολο του καρτεσιανού γινομένου A x Β (Fc = A x Β) και (χ,ψ) F, τότε το ψ ονομάζεται μια ε. του χ κατά την απεικόνιση ψ. γεωμετρική ε. συνάρτησης. Αν f είναι… … Dictionary of Greek
παρέοικα — ΜΑ μοιάζω κάπως με κάποιον ή κάτι, είμαι παρεμφερής. επίρρ... παρεοικότως Α κατά τρόπο κάπως όμοιο προς κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἔοικα «μοιάζω»] … Dictionary of Greek