ἀρχῆθεν

ἀρχῆθεν

ἀρχῆθεν, vom Anfang an, von Alters her, nach B. A. 7 nicht attisch, Pind. Ol. 9, 59 I. 3, 25; öfter Her., φϑόνος ἀρχῆϑεν ἐμφύεται ἀνϑρώπῳ 3, 80; κρέσσον γὰρ ἀρχῆϑεν μη ἐλϑεῖν, d. i. überhaupt nicht, 5, 18; Pol. 1, 50, 2; ἀρχῆϑεν εὐϑύς 2, 43, 3; Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αρχήθεν — ἀρχῆθεν (AM) [αρχή] από την αρχή, από παλιά …   Dictionary of Greek

  • ἀρχῆθεν — from the beginning indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχᾶθεν — ἀρχῆθεν from the beginning doric (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • VENTUS — a veniendo; insigne Meteorum est, e quo Auguria quoque Veteribus captari consuevisle, testatur Luctatius Grammaticus ad l. 3. Thebaid. v. 665. ubi Statius, Ventisque aut alite visâ Bellorum proferre diem. Solent enim, inquit, Augures Ventorum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αρχή — Όρος που χρησιμοποιείται στη φιλοσοφία για να υποδείξει την πρωταρχική πραγματικότητα, από την οποία απορρέουν όλα τα πράγματα, είτε με τη χρονική έννοια (αφετηρία απ’ όπου ξεκίνησαν όλα τα πράγματα ως προς την ύπαρξή τους) είτε με τη μεταφυσική… …   Dictionary of Greek

  • αυτόθεν — αὐτόθεν και θε επίρρ. (AM) από αυτόν τον τόπο, από αυτό το σημείο αρχ. 1. φρ. οἱ αὐτόθεν οι επιχώριοι, οι ντόπιοι 2. αφ εαυτού, αυτόματα, αυθόρμητα 3. αμέσως στη στιγμή 4. σαφώς φανερά 5. εσπευσμένα, βιαστικά 6. απλώς μόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτός +… …   Dictionary of Greek

  • Καστόρχης, Ευθύμιος — (Δημητσάνα 1815 – Αθήνα 1889). Φιλόλογος και πανεπιστημιακός. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή των πανεπιστημίων Αθηνών και Βερολίνου. Διορίστηκε καθηγητής των λατινικών στη Ριζάρειο σχολή (1846), έπειτα υφηγητής της λατινικής φιλολογίας στο… …   Dictionary of Greek

  • ԲՈՒՆ — (բնի, կամ բնոյ, իւ կամ աւ, ից, իւք.) NBH 1 511 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 10c, 12c, 13c գ. պրս. պիւն. στέλεχος truncus, stipes, καυλός caulis, scapus Հաստարան տնկոց եւ բուսոց՝ ʼի ներքին արմատոյ կամ ʼի… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ДУША — [греч. ψυχή], вместе с телом образует состав человека (см. статьи Дихотомизм, Антропология), будучи при этом самостоятельным началом; Д. человека заключает образ Божий (по мнению одних отцов Церкви; по мнению других образ Божий заключен во всем… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”