παρ-έγ-γραφος

παρ-έγ-γραφος

παρ-έγ-γραφος, heimlich od. unrechtmäßiger Weise eingeschrieben, bes. in die Bürgerliste, unächter Bürger, πολίτης, Ath. IV, 180 f V, 211 f.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • παράγραφος — η, ΝΑ, και παράγραφος, ή, Ν νεοελλ. 1. μικρό τμήμα τού γραπτού πεζού λόγου, ενδιάμεση ενότητα κειμένου που αποτελείται από περιόδους, έχει μια σχετική νοηματική αυτοτέλεια και συγκεκριμένα δομικά χαρακτηριστικά και σημειώνεται είτε με ένα λευκό… …   Dictionary of Greek

  • ζωγράφος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αθανάσιος. Γιατρός που καταγόταν από τα Καλάβρυτα, αλλά εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στην Πάντοβα της Ιταλίας και μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία το 1820, από τον μητροπολίτη Αθηνών, Διονύσιο. Κατά τη διάρκεια της …   Dictionary of Greek

  • ακτινογραφία — Ακτινοδιαγνωστικό μέσο, όπου απεικονίζονται σε φωτογραφικό φιλμ τα διάφορα όργανα του σώματος. Βλ. λ. ακτινολογία. * * * ή (Α ἀκτινογραφία) νεοελλ. 1. αποτύπωση φωτογραφικών εικόνων με τη βοήθεια τών ακτίνων Χ (Ραίντγκεν), ακτινογράφηση 2. η… …   Dictionary of Greek

  • αναισχυντογράφος — ο (Α ἀναισχυντογράφος) αυτός που γράφει ανήθικα πράγματα, ανηθικογράφος, πορνογράφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναίσχυντος + γράφος < γράφω). ΠΑΡ. νεοελλ. αναισχυντογραφία] …   Dictionary of Greek

  • παραγραφία — η διαταραχή που απαντά συνήθως στον γραπτό λόγο και συνίσταται σε σύγχυση ή παρεκτόπιση γραμμάτων, συλλαβών ή λέξεων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. paragraphia (< παρ[α] * + γραφία < γραφος < γράφω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”