- ἀρτί-δακρυς
ἀρτί-δακρυς (δάκρυ), der eben geweint hat, od. weinen will, Eur. Med. 903; Luc. Lexiph. 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀρτί-δακρυς (δάκρυ), der eben geweint hat, od. weinen will, Eur. Med. 903; Luc. Lexiph. 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αρτίδακρυς — ἀρτίδακρυς, υ (Α) αυτός που είναι έτοιμος να δακρύσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι * + δακρυς < δάκρυ (πρβλ. απειρόδακρυς, αρίδακρυς)] … Dictionary of Greek