- ἀρτί-φατος
ἀρτί-φατος, jüngst getödtet, Opp. H. 4, 256.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀρτί-φατος, jüngst getödtet, Opp. H. 4, 256.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αρτίφατος — ἀρτίφατος, ον (Α) ο αρτίφονος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι * + φατος < *φατός (πρβλ. θείνω)] … Dictionary of Greek