ἀρτηρία

ἀρτηρία

ἀρτηρία, , sc. ἀορτή, 1) Schlag-, Pulsader, Arterie, Medic. – 2) ἡ τραχεῖα, Luftröhre, Luc. conscr. hist. 7; Plut. Qu. Symp. 7, 1; ohne Zusatz, Plat. Tim. 70 d 78 c; Arist. H. A. 1, 12. 16; Dion. Hal. C. V. 14. – Allgemeiner, Soph. Tr. 1043, vom Gifte, βέβρωκε σάρκας πνεύμονάς τ' ἀρτηρίας ῥοφεῖ.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἀρτηρία — ἀρτηρίᾱ , ἀρτηρία wind pipe fem nom/voc/acc dual ἀρτηρίᾱ , ἀρτηρία wind pipe fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρτηρία — Αιμοφόρο αγγείο που μεταφέρει το αίμα από την καρδιά στην περιφέρεια. Σύνθετη λέξη, παράγεται από τις αρχαίες λέξεις αήρ και τηρείν (= κρατώ τον αέρα). Η ονομασία αυτή οφείλεται στην πεποίθηση, που ήταν διαδεδομένη πριν από την ανακάλυψη της… …   Dictionary of Greek

  • ἀρτηρίᾳ — ἀρτηρίαι , ἀρτηρία wind pipe fem nom/voc pl ἀρτηρίᾱͅ , ἀρτηρία wind pipe fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρτηρία — η 1. αιμοφόρο αγγείο με το οποίο το αίμα μεταφέρεται από την καρδιά στα άλλα όργανα και μέλη του σώματος. 2. μεγάλος δρόμος για τη συγκοινωνία: Η συγκοινωνία της πόλης εξυπηρετείται από δύο κυρίως αρτηρίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ηπατική αρτηρία — Αρτηρία που μεταφέρει το αίμα από την καρδιά στο ήπαρ …   Dictionary of Greek

  • κοιλιακή αρτηρία — Μια αρτηρία που διακλαδίζεται από την αορτή και τροφοδοτεί με αίμα τα πεπτικά όργανα του επάνω κοιλιακού τμήματος …   Dictionary of Greek

  • ακρωμιοθωρακική αρτηρία — Παρακλάδι της αρτηρίας της μασχάλης που περνάει ανάμεσα στο κλειδοκόκαλο (κλείδα) και τον θωρακικό μυ. Έτσι ονομάζεται και η φλέβα που ακολουθεί την ίδια πορεία, με τη διαφορά ότι έχει αντίθετη φορά …   Dictionary of Greek

  • ἀρτηρίας — ἀρτηρίᾱς , ἀρτηρία wind pipe fem acc pl ἀρτηρίᾱς , ἀρτηρία wind pipe fem gen sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτηρίαι — ἀρτηρία wind pipe fem nom/voc pl ἀρτηρίᾱͅ , ἀρτηρία wind pipe fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτηρίαν — ἀρτηρίᾱν , ἀρτηρία wind pipe fem acc sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτηριῶν — ἀρτηρία wind pipe fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”