ἀρτι-θανής

ἀρτι-θανής

ἀρτι-θανής, ές, jüngst gestorben, Eur. Alc. 608.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ημιθανής — ές (AM ἡμιθανής, ές) αυτός που βρίσκεται μεταξύ ζωής και θανάτου, σε κώμα, μισοπεθαμένος, σχεδόν νεκρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + θανής (< θνήσκω) πρβλ. αρτι θανής] …   Dictionary of Greek

  • νεοθανής — νεοθανής, ές (ΑΜ) αυτός που πέθανε πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + θανής (< θ. θαν τού θάνατος), πρβλ. αρτι θανής] …   Dictionary of Greek

  • αρτιθανής — ἀρτιθανής, ές (Α) αυτός που πέθανε πριν λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι * + θανής < (θ.) θαν , έθανον (αόρ. β του θνήσκω) (πρβλ. αειθανής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”