- ἀρτι-δαής
ἀρτι-δαής, ές, eben unterrichtet, εὐμαϑίη Crinag. 4 (VI, 227).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀρτι-δαής, ές, eben unterrichtet, εὐμαϑίη Crinag. 4 (VI, 227).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αρτιδαής — ἀρτιδαής, ές (Α) αυτός που μόλις διδάχθηκε ή έμαθε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι * + δαής < (θ.) δαη , εδάην (αόρ. β του *δάω «μαθαίνω»)] … Dictionary of Greek