- ἀρτι-μαθής
ἀρτι-μαθής, ές, der eben erst gelernt, erfahren hat, κακῶν Eur. Hec. 686; Longin.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀρτι-μαθής, ές, der eben erst gelernt, erfahren hat, κακῶν Eur. Hec. 686; Longin.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αρτιμαθής — ἀρτιμαθής, ές (Α) 1. αυτός που έμαθε κάτι πριν λίγο 2. ο πρωτάρης, αυτός που μαθαίνει κάτι για πρώτη φορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι * + μαθής < μανθάνω] … Dictionary of Greek