- ἀρτι-μελής
ἀρτι-μελής (μέλος), ές, von graden, gefunden Gliedern, Plat. Rep. VII, 536 b; ϑύματα Poll. 1, 29.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀρτι-μελής (μέλος), ές, von graden, gefunden Gliedern, Plat. Rep. VII, 536 b; ϑύματα Poll. 1, 29.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημιμελής — ές ιατρ. αυτός που πάσχει από ημιμελία, που έχει ένα μέλος ατελές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + μελής (< μέλος) πρβλ. αρτι μελής, πολυ μελής] … Dictionary of Greek
λυσιμελής — λυσιμελής, ές (Α) 1. αυτός που προκαλεί χαλάρωση, ατονία τών μελών τού σώματος 2. (το αρσ. και το θηλ. ως κύριο όν.) ὁ Λυσιμελής, ἡ Λυσιμελής επίκληση τού Ύπνου, τού Έρωτος, τού Πόθου, τού Θανάτου, τής Αφροδίτης και τού Διονύσου. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
συμμελής — ές, ΝΑ νεοελλ. ιατρ. (για τέρας) αυτός στον οποίο τα δύο κάτω άκρα, πλήρη ή μη, είναι ενωμένα μεταξύ τους, αλλ. σειρηνομερής αρχ. 1. αυτός που έχει τον ίδιο ρυθμό με κάτι άλλο, σύμφωνος ως προς τον ρυθμό («κροτοῡσι κρότον τινὰ ἐμμελῆ τε καὶ… … Dictionary of Greek
λιπομελής — λιπομελής, ές (Α) αυτός που τού λείπει κάποιο μέλος τού σώματος, ακρωτηριασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + μελής (< μέλος), πρβλ. αρτι μελής] … Dictionary of Greek
μικρομελής — ές (Α μικρομελής, ές) αυτός που έχει δυσανάλογα μικρά μέλη, κυρίως άνω και κάτω άκρα, σε σχέση με τον υπόλοιπο κορμό, αυτός που πάσχει από μικρομελία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + μελής (< μέλος), πρβλ. αρτι μελής] … Dictionary of Greek
μονομελής — ές (ΑΜ μονομελής, ές, Α ιων. τ. μουνομελής) αυτός που αποτελείται από ένα μόνο μέλος («μονομελές δικαστήριο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + μελής (< μέλος), πρβλ. αρτι μελής] … Dictionary of Greek
αρτιμελής — ές (AM ἀρτιμελής, ές) αυτός που έχει άρτια, ακέραια τα μέλη του. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι * + μελής < μέλος (πρβλ. ολομελής, πολυμελής)] … Dictionary of Greek