- ἀρτι-γένεθλος
ἀρτι-γένεθλος, jüngst geboren, Orph. Arg. 383.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀρτι-γένεθλος, jüngst geboren, Orph. Arg. 383.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υψιγένεθλος — ον, ΜΑ αυτός που κατάγεται από υψηλή, δηλαδή αριστοκρατική, γενιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + γενέθλη «γέννηση» (πρβλ. ἀρτι γένεθλος)] … Dictionary of Greek