- παρ-έπ-αινος
παρ-έπ-αινος, ὁ, beiläufiges Lob, Plat. Phaedr. 267 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρ-έπ-αινος, ὁ, beiläufiges Lob, Plat. Phaedr. 267 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αινός — I Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Αρχαία πόλη της Θράκης (την αναφέρει ο Όμηρος) στις εκβολές του Έβρου, στην τουρκική σήμερα όχθη του. Φαίνεται πως πριν ακόμα από τη μυκηναϊκή εποχή είχε αποικιστεί από Αιολείς της κυρίως Ελλάδας και των νησιών. Τα… … Dictionary of Greek
αίνος — I Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Αρχαία πόλη της Θράκης (την αναφέρει ο Όμηρος) στις εκβολές του Έβρου, στην τουρκική σήμερα όχθη του. Φαίνεται πως πριν ακόμα από τη μυκηναϊκή εποχή είχε αποικιστεί από Αιολείς της κυρίως Ελλάδας και των νησιών. Τα… … Dictionary of Greek
αινίσσομαι — αἰνίσσομαι και αττ. αἰνίττομαι (Α) 1. μιλώ με γρίφους, αινιγματικά 2. υπαινίσσομαι, υπονοώ, υποδηλώνω 3. εικάζω, υποθέτω, σχηματίζω στον νου μου την εικόνα ενός πράγματος 4. (με παθ. σημ.) δηλώνομαι με ασάφεια, σκοτεινά 5. φρ. «αἰνίσσομαι εἴς… … Dictionary of Greek
αινώ — ( έω) (Α αἰνῶ) (νεοελλ. μσν.) (με θρησκ. σημ.) δοξολογώ, υμνώ «αἰνεῑτε τὸν Κύριον ἐκ τῶν οὐρανῶν, αἰνεῑτε αὐτὸν ἐν τοῑς ὑψίστοις» αρχ. 1. λέγω, μιλώ για κάποιον ή κάτι 2. επαινώ, επιδοκιμάζω, εξυμνώ 3. συνιστώ, συμβουλεύω 4. συγκατατίθεμαι,… … Dictionary of Greek
LEO — I. LEO Alabandensis orator, praeter artem de Statibus, composuit Caricorum libros 4. totidemque Lyciacorum, reste Suidâ, qui et scripsisse ait sacrum bellum Phocensium, et Boeotorum. Equidem id negare non ausim, sed tamen fieri poslet, ut eos… … Hofmann J. Lexicon universale
ίνα — Πρώτη ύλη της υφαντουργικής βιομηχανίας, η οποία αποτελείται από νηματοειδή υλικά, τεχνητά ή συνθετικά, που έχουν τα κατάλληλα χαρακτηριστικά μήκους, αντοχής και ελαστικότητας, για να είναι δυνατός o μετασχηματισμός τους σε νήματα (κλωστές) και… … Dictionary of Greek
παραινίττομαι — Α 1. υποδεικνύω με πλάγιο τρόπο, υποδηλώνω 2. υπαινίσσομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. > παρ(α) * + αἰνίττομαι «υπαινίσσομαι» (< αἶνος)] … Dictionary of Greek
παραινώ — παραινῶ, έω, ΝΜΑ 1. προτρέπω, παρακινώ 2. συμβουλεύω, νουθετώ αρχ. 1. δίνω συμβουλές δημόσια 2. φρ. «οὐ παραινῶ» συμβουλεύω να μην..., αποτρέπω («οὐ παραινῶ προθύμως πολεμεῑν», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + αἰνῶ «συγκατανεύω» (< αἶνος)] … Dictionary of Greek