ὀρσ-ύδρα

ὀρσ-ύδρα

ὀρσ-ύδρα, , Wasserröhre (ὕδωρ), Eust. zu Od. 22, 126, δι' ἧς ὄρνυται ὕδωρ ὑψοῦ.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ορσύδρα — η (Α ὀρσύδρα) νεοελλ. σωλήνας προσαρμοσμένος στο εξωτερικό οικοδομής για την αποχέτευση τών νερών τής βροχής, υδρορρόη, λούκι αρχ. σωλήνας, με τον οποίο ανεβαίνει το νερό σε ύψος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρσ(ο) , κατά τα σύνθ. σε ὀρσι (βλ. λ. όρνυμι) + υδρ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”