ἀ-πήμων

ἀ-πήμων

ἀ-πήμων, ον (πῆμα), 1) unversehrt, unbeschädigt, Homerisch = glücklich, in vortrefflichem Zustande, ἀδάκρυτος καὶ ἀπήμων Iliad. 1, 415; νόστος ἀ. Od. 4, 519; ἀ. ἀπονέεσϑαι 18, 260; ἀ. ἐλϑεῖν 4, 487. 5, 40. 13, 138 Iliad. 13, 744; ἀ. ἄγειν Od. 10, 551; ἀπάγειν 15, 436; πέμπειν 13, 39; Iliad. 13, 761 τοὺς δ' εὗρ' οὐκέτι πάμπαν ἀπήμονας οὐδ' ἀνολέϑρους, ἀλλ' οἱ μὲν κέατο ψυχὰς ὀλέσαντες, οἱ δ' ἔσαν βεβλημένοι οὐτάμενοί τε; Aesch. Ag. 540; κραδία ἀμφὶ κῆδος ἀλλότριον Pind. N. 1, 54, unbesorgt; selten in Prosa, Plat. Phaedr. 248 c. – 2) unschädlich, keine Gefahr bringend, d. h. Homerisch: nützlich, förderlich, heilsam, οὖρος Od. 5, 268. 7, 266. 12, 167; ὕπνος Iliad. 14, 164; πομποί Od. 8, 566. 13, 174; μῦϑος Iliad. 12, 80. 13, 748; ϑεός Pind. P. 10, 22; vgl. Aesch. Suppl. 183; Sp. D., z. B. Ap. Rh. 2, 1276.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πήμων — ονος, ὁ, ἡ, Α ολέθριος, καταστρεπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί υστερογενώς κατ απόσπαση από τα σύνθ. σε πήμων (< πῆμα), πρβλ. α πήμων, δενδρο πήμων κ.λπ.] …   Dictionary of Greek

  • πήμονα — πήμων baneful neut nom/voc/acc pl πήμων baneful masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καινοπήμων — καινοπήμων, ό, ἡ (Α) αυτός που έπαθε κάτι νέο ή που δυστύχησε πρόσφατα («δμωΐδες δὲ καινοπήμονες», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + πήμων (< πῆμα, «δυστυχία, συμφορά»), πρβλ. αδικο πήμων, βαρυ πήμων] …   Dictionary of Greek

  • λυσιπήμων — λυσιπήμων, ον (Α) αυτός που καταπαύει τη θλίψη ή τον πόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι * + πήμων (< πῆμα «δυστυχία, πόνος»), πρβλ. δενδρο πήμων, μνησι πήμων] …   Dictionary of Greek

  • πολυπήμων — ύπημον, Α 1. ολέθριος, καταστρεπτικός 2. πολύπαθης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πήμων (< πῆμα «συμφορά»), πρβλ. αδικο πήμων, βαρυ πήμων] …   Dictionary of Greek

  • μνησιπήμων — μνησιπήμων, ον (Α) αυτός που υπενθυμίζει τα παθήματα, τη δυστυχία ή αυτός που προέρχεται από την ανάμνηση τών παθημάτων («στάζει... πρὸ καρδίας, μνησιπήμων πόνος», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μνησι , σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος (βλ. μι μνή σκω) +… …   Dictionary of Greek

  • πρωτοπήμων — ονος, ὁ, ἡ, Α (ποιητ. τ.) αυτός που για πρώτη φορά ή περισσότερο βλάπτει, προκαλεί ζημιά ή κακό σε κάποιον, ο πρώτος αίτιος ενός κακού («βροτοὺς θρασύνει γὰρ αἰσχρόμητις τάλαινα παρακοπὰ πρωτοπήμων», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + πήμων… …   Dictionary of Greek

  • Dendropemon — Scientific classification Kingdom: Plantae (unranked): Angiosperms (unranked): Eudicots …   Wikipedia

  • αδικο- — α συνθετικό λέξεων τόσο τής Αρχαίας όσο και τής Νεοελληνικής, που προέρχεται από το επίθετο άδικος ή και από το επίρρ. άδικα, ιδίως στη σύνθεσή του με ρήματα ή μετοχές τής Νέας Ελληνικής π.χ. αδικο γερνώ, αδικο γραμμένος, αδικο δαρμένος, αδικο… …   Dictionary of Greek

  • αδικοπήμων — ἀδικοπήμων, ον (Α) αυτός που άδικα βλάπτει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀδικο * + πήμων < πῆμα (= πάθημα, δυστύχημα, συμφορά)] …   Dictionary of Greek

  • αυτοπήμων — αὐτοπήμων, ον (Α) αυτός που δημιουργεί ο ίδιος τα παθήματά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο * + πήμων < πήμα «πάθημα, δυστυχία, συμφορά» (πρβλ. απήμων, πολυπήμων)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”