ὀπίσω

ὀπίσω

ὀπίσω, ep. ὀπίσσω (wie ὄπις von ἕπομαι, oder mit ἐπί zusammenhangend); – 1) vom Orte, hinten, hinterher; ὀπίσω δὲ πύλας λίπε, Il. 22, 137; – gew. zurück, nach hinten; σκῆπτρον δ' οὔτ' ὀπίσω οὔτε προπρηνὲς ἐνώμα, Il. 3, 218; κατὰ δ' ἡνία τεῖνεν ὀπίσσω, zog die Zügel zurück, 261; ἀνεχάζετο τυτϑὸν ὀπίσσω, 5, 443; εἴκειν, 605; ἰδνωϑείς, 12, 205; μήτις ὀπίσσω τετράφϑω, ἀλλὰ πρόσσω ἴεσϑε, 272; auch πάλιν εἶσιν ὀπίσσω, Od. 11, 149; ὀπίσω πάλιν οἴκαδε, Pind. N. 3, 59; ὀπίσω ἀναπλῶσαι, Her. 1, 78; ἤϊε τὴν αὐτὴν ὀπίσω ὁδόν, 1, 111; ὀπίσω σπάσας τὸν χαλινόν, Plat. Phaedr. 254 e, wie εἰς τοὐπίσω ἑλκύσαι τὰς ἡνίας, 254 b; Sp. – 2) von der Zeit, hinterdrein, hernach, in Zukunft; Τρωαὶ δέ μ' ὀπίσσω πᾶσαι μωμήσονται, Il. 3, 411; Ggstz von νῦν, 6, 352 u. öfter; Hes. O. 743 Th. 488; ἐς ὀπίσσω, Od. 20, 199; ἅμα πρόσσω καὶ ὀπ ίσσω λεύσσει, Il. 3, 109, wie οὐδέ τι οἶδε νοῆσαι ἅμα πρόσσω καὶ ὀπίσσω, 1, 343, u. οἶος ὅρα πρόσσω καὶ ὀπίσσω, 18, 250, vgl. Od. 24, 452, d. i. das Vorliegende, Gegenwärtige und das darauf Folgende, die Zukunft wahrnehmen, wissen, nicht etwa Zukunft und Vergangenheit, da ὀπίσω, von der Zeit gebraucht, immer auf das Zukünftige geht, vgl. πρόσω u. Od. 11, 483, σεῖο δ' οὔτις ἀνὴρ προπάροιϑε μακάρτατος, οὔτ' ἄρ' ὀπίσσω, wo προπάροιϑε auf die Vergangenheit geht: keiner ist glücklicher als du, weder in der früheren Zeit, von den Früheren, noch in der Zukunft, von den Nachkommen; auch Soph. sagt πέτομαι δ' ἐλπίσιν οὔτ' ἐνϑάδ' ὁρῶν, οὔτ' ὀπίσω, O. R. 488, das hier, das Gegenwärtige und das Künftige, wo schon der Schol. falsch erklärt οὔτε κατὰ τὸ παρὸν ἐρείδων τὸν νοῦν, οὔτε κατὰ τὸ παρεληλυϑός; Eur. γράμματα σφραγίζεις, λύεις τ' ὀπίσω, I. A. 38. Daher ἐν τοῖς ὀπίσω λόγοις σημανέω, in den folgenden, späteren Büchern, Her. 1, 75. – 3) wieder, wiederum; ἀνακτᾶ-σϑαι, Her. 1, 61. 68; ἀποδοῦναι, 5, 92, 3, öfter.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οπίσω — και πίσω επίρρ. τοπ. 1. το αντίθετο μέρος του εμπρός: Ούτε πίσω ούτε εμπρός. 2. το μη θεατό μέρος πράγματος: Κρύφτηκε πίσω από το δέντρο. 3. αντίθετη κατεύθυνση, κατεύθυνση προς το σημείο αφετηρίας: Το ποτάμι δε γυρίζει πίσω. 4. ακολουθία, κατόπι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὀπίσω — backwards indeclform (adverb) ὀπίζω extract juice from aor subj act 1st sg ὀπίζω extract juice from fut ind act 1st sg ὀπίζω extract juice from aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οπίσω — (ΑΜ ὀπίσω, Α επικ. τ. ὀπίσσω) βλ. πίσω …   Dictionary of Greek

  • κὠπίσω — ὀπίσω , ὀπίσω backwards indeclform (adverb) ὀπίσω , ὀπίζω extract juice from aor subj act 1st sg ὀπίσω , ὀπίζω extract juice from fut ind act 1st sg ὠπίσω , ὀπίζω extract juice from aor ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πίσω — ΝΜΑ, και πίσου Ν, και οπίσω και επικ. τ. ὀπίσσω και αιολ. τ. ὐπίσσω Α Α (τοπ. επίρρ.) α) αντίθετα προς το σημείο που βλέπει κανείς ή προς το οποίο κατευθύνεται (α. «χίλιοι τόν παν από μπροστά και δυο χιλιάδες πίσω», δημ. τραγούδι) β) (συν.… …   Dictionary of Greek

  • τοὐπίσω — ἐπίσω , ἔπισος masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἐπίσω , ἔπισος masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) ἐπίσω , ἐφίζω set upon aor subj act 1st sg (ionic) ὀπίσω , ὀπίσω backwards indeclform (adverb) ὀπίσω , ὀπίζω extract juice from aor subj act 1st sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Delphische Maximen — Delta Inhaltsverzeichnis 1 Δαιδάλου πτερά 2 Δαμόκλειος σπάθη …   Deutsch Wikipedia

  • Furcht und Schrecken — Delta Inhaltsverzeichnis 1 Δαιδάλου πτερά 2 Δαμόκλειος σπάθη …   Deutsch Wikipedia

  • Liste griechischer Phrasen/Delta — Delta Inhaltsverzeichnis 1 Δαιδάλου πτερά …   Deutsch Wikipedia

  • Papyrus 5 — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Papyrus 5 Name P. Oxy. 208 Text Johannes 1; 16; 20 † Sprache …   Deutsch Wikipedia

  • γή — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”