ἀπ-έχθομαι

ἀπ-έχθομαι

ἀπ-έχθομαι, s. ἀπεχϑάνομαι.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • έχθομαι — ἔχθομαι (Α) [έχθος] βλ. έχθω …   Dictionary of Greek

  • ἔχθομαι — ἔχθω hate pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έχθω — (I) ἔχθω (Α) 1. μισώ, απεχθάνομαι, αισθάνομαι μίσος («οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί», Αισχύλ.) 2. παθ. ἔχθομαι είμαι μισητός («καὶ ἐχθόμενός περ Ἀθήνῃ», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχθω είναι υστερογενές και σπάνιο σχηματίστηκε από το μέσο… …   Dictionary of Greek

  • εχθρός — ά, ό, αρσ. και εχτρός και οχτρός (ΑΜ ἐχθρός, ά, όν, Μ αρσ. και ὀχθρός και ὀχτρός) 1. αυτός εναντίον τού οποίου αισθάνεται κάποιος έχθρα, μίσος, απέχθεια, αποστροφή («ἐχθρὸς γάρ μοι κεῑνος ὅμως Ἀΐδαο πύλῃσιν», Ομ. Ιλ.) 2. (συν. το αρσ. και θηλ. ως …   Dictionary of Greek

  • οχθώ — ὀχθῶ, έω (Α) (επικ. τ.) δυσαρεστούμαι, στενοχωριέμαι, δοκιμάζω ψυχικό βάρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Οι αρχαίοι θεωρούσαν το ρ. ὀχθῶ παρ. τού ουσ. ὄχθος / ὄχθη «λόφος, ύψωμα» (πρβλ. και τού Ησύχ. ὀχθᾶσθαι ἀπὸ τοῦ ὄχθη, οἱ γὰρ στένοντες ἑαυτοὺς… …   Dictionary of Greek

  • .άχθομαι — ἄχθομαι , ἄχθομαι to be loaded pres ind mp 1st sg ἔχθομαι , ἔχθω hate pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”