ἀ-πάλαμνος

ἀ-πάλαμνος

ἀ-πάλαμνος, p. für ἀπάλαμος, 1) ἀνήρ Il. 5, 597, ein Mann, der sich nicht zu helfen weiß; dah. träg, unthätig, Simon. bei Plat. Prot. 346 c. – 2) wogegen nichts anzufangen, dah. schändlich, verrucht, φρένες Pind. Ol. 2, 63; ἀπάλαμνόν τι πάσχειν Eur. Cycl. 598; dem καλόν entggstzt, unanständig, Theogn. 281. Aber λόγος οὐκ ἀπάλαμνος Alcaeus bei Schol. Pind. I. 2, 17, οὐδ' ἔργ' ἀπ. ϑέλει Solon. frg. 14, 12, μυϑεῖται ἀπάλαμνα Theogn. 487, nicht ausführbar.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευπάλαμος — εὐπάλαμος, ον (ΑΜ, Μ και εὐπάλαμνος, ον) 1. εφευρετικός, επινοητικός, πολυμήχανος (α. «εὐπάλαμον μέριμναν», Αισχύλ. β. «εὐπάλαμος ἔρως», Ορφ. ύμν. γ. «εὐπαλάμου σοφίης μνᾱμα», Ανθ. Παλ.) 2. ο έντεχνα κατασκευασμένος, ο έντεχνος («τέκτονες… …   Dictionary of Greek

  • παλάμη — (I) και απαλάμη, η (ΑΜ παλάμη) 1. η εσωτερική επιφάνεια τού χεριού ανάμεσα στον καρπό και στα δάχτυλα, η χούφτα ή φούχτα 2. το χέρι («παλάμη δ ἔχε χάλκεον ἔγχος», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. μονάδα μήκους ίση με το 1/10 τού μέτρου, μονάδα επιφάνειας ίση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”